μαντολινάτα

μαντολινάτα
η
1) оркестр мандолинистов; 2) музыкальное произведение для мандолины; 3) пение в сопровождении мандолины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μαντολινάτα" в других словарях:

  • μαντολινάτα — η 1. ορχήστρα από μαντολίνα, κιθάρες και μαντόλες 2. μουσικό κομμάτι που συνοδεύεται από μαντολίνο ή από μαντολινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandolinata < mandola (πρβλ. μασκαράτα)] …   Dictionary of Greek

  • μαντολινάτα — η (λ. ιταλ.), ορχήστρα από μαντολίνα: Οι μαντολινάτες της Ζακύνθου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανδολινάτα — η βλ. μαντολινάτα …   Dictionary of Greek

  • μασκαράτα — η ομάδα ή πομπή από μασκαράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascarata (πρβλ. μαντολινάτα)] …   Dictionary of Greek

  • Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»